χλοερά

χλοερά
χλοερός
verdant
neut nom/voc/acc pl
χλοερά̱ , χλοερός
verdant
fem nom/voc/acc dual
χλοερά̱ , χλοερός
verdant
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
χλωρός
greenish-yellow
neut nom/voc/acc pl
χλοερά̱ , χλωρός
greenish-yellow
fem nom/voc/acc dual
χλοερά̱ , χλωρός
greenish-yellow
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλοερᾷ — χλοερός verdant fem dat sg (attic doric aeolic) χλωρός greenish yellow fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλοεράν — χλοερά̱ν , χλοερός verdant fem acc sg (attic doric aeolic) χλοερά̱ν , χλωρός greenish yellow fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλοεράς — χλοερά̱ς , χλοερός verdant fem acc pl χλοερά̱ς , χλωρός greenish yellow fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …   Dictionary of Greek

  • στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Σολομώντα νησιά — Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό, στα Α της Παπούα – Νέα Γουινέα.Tο αρχιπέλαγος των Nησιών του Σολομώντος (Sοlomon Islands), προτεκτοράτο της Aγγλίας ώς την ημέρα που έγινε ανεξάρτητο (7 Iουλίου 1978), περιλαμβάνει τα… …   Dictionary of Greek

  • Τέξας — (Texas). Ομόσπονδη Πολιτεία των νότιων HΠA, η πλέον εκτεταμένη της Ένωσης μετά την Αλάσκα. Βρέχεται από τον Κόλπο του Μεξικού στα ΝΑ και συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και τις ομόσπονδες Πολιτείες Λουιζιάνα και Αρκάνσας στα Α, Οκλαχόμα στα Β, Νέο… …   Dictionary of Greek

  • χλοερός — ή, ό αυτός που χλοάζει, καταπράσινος: Τα ζώα βόσκουν σε χλοερά λιβάδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”